- έδρασμα
- ἕδρασμα, το (AM)1. έδρα2. (κατά τους Πυθαγόρειους) ο αριθμός οκτώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρεκτεταμένο (σε -ασμα) τ. τής λ. έδρα κατά τα είκασμα, στέγασμα κ.ά.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἕδρασμα — eight neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑδρασμάτων — ἕδρασμα eight neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑδράσμασι — ἕδρασμα eight neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑδράσμασιν — ἕδρασμα eight neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑδράσματα — ἕδρασμα eight neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑδράσματι — ἕδρασμα eight neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑδράσματος — ἕδρασμα eight neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)